σκυλμός

σκυλμός
ὁ, Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα
2. ερεθισμός, παροξυσμός
3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῑλαι πρὸς ἡμᾱς ἐν δεσμοῑς σιδηροῑς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ)
4. καταβολή μόχθου, προσπάθειας
5. στον πληθ. οἱ σκυλμοί
α) ενοχλήσεις
β) βίαιες, σφοδρές ερωτικές εκδηλώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. -μός (πρβλ. παλ-μός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυλμός — rending masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμοῖς — σκυλμός rending masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμοί — σκυλμός rending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμοῦ — σκυλμός rending masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμούς — σκυλμός rending masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμῶν — σκυλμός rending masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμῷ — σκυλμός rending masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμόν — σκυλμός rending masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλμώδης — ῶδες, Α [σκυλμός] αυτός που προξενεί θλίψη και ψυχικά βάσανα, που φέρνει δυστυχίες …   Dictionary of Greek

  • σκύλησις — ήσεως, και σκύλσις, εως, ἡ, Α [σκύλλω] 1. σκυλμός* 2. (κατά τον Ησύχ.) θυμός, σάλος, ταραχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”