- σκυλμός
- ὁ, Α1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα2. ερεθισμός, παροξυσμός3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῑλαι πρὸς ἡμᾱς ἐν δεσμοῑς σιδηροῑς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ)4. καταβολή μόχθου, προσπάθειας5. στον πληθ. οἱ σκυλμοία) ενοχλήσειςβ) βίαιες, σφοδρές ερωτικές εκδηλώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. -μός (πρβλ. παλ-μός)].
Dictionary of Greek. 2013.